- ἐπιλεαίνει
- ἐπιλεαίνωsmooth overpres ind mp 2nd sgἐπιλεαίνωsmooth overpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαταβάλλω — ΝΑ νεοελλ. καταβάλλω εκ τών προτέρων χρηματικό ποσό, προπληρώνω («προκαταβάλλω το ενοίκιο») αρχ. 1. καταβάλλω, καταρρίπτω κάτι εκ τών προτέρων 2. εφαρμόζω πρώτος 3. σπέρνω από πριν 4. εισάγω εκ τών προτέρων ένα θέμα 5. δηλώνω, αναφέρω… … Dictionary of Greek